ανθηρός

ανθηρός
η , ό [ά , όν ]
1) цветущий; изобилующий цветами (о времени года); 2) перен. цветущий, свежий;

ανθηρή όψη — цветущий вид;

3) яркий, свежий; — лёгкий, изящный (о стиανθηρός ле)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανθηρός" в других словарях:

  • ἀνθηρός — flowery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθηρός — ή, ό (AM ἀνθηρός, ά, όν) [άνθος] (για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος 2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί 3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα»… …   Dictionary of Greek

  • ανθηρός — ή, ό 1. γεμάτος άνθη: Την αμυγδαλιά τη βλέπω πολύ ανθηρή. 2. ακμαίος, δροσερός: Η εμφάνισή σου είναι ανθηρότατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθηρά — ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc pl ἀνθηρά̱ , ἀνθηρός flowery fem nom/voc/acc dual ἀνθηρά̱ , ἀνθηρός flowery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηρότερον — ἀνθηρός flowery adverbial comp ἀνθηρός flowery masc acc comp sg ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηρῶν — ἀνθηρός flowery fem gen pl ἀνθηρός flowery masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηρόν — ἀνθηρός flowery masc acc sg ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηρότατα — ἀνθηρός flowery adverbial superl ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηρότατον — ἀνθηρός flowery masc acc superl sg ἀνθηρός flowery neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηραῖς — ἀνθηρός flowery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηραί — ἀνθηρός flowery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»